αβάσιμος

αβάσιμος
inconsistant

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Regardez d'autres dictionnaires:

  • αβάσιμος — η, ο [βάσιμος] ο μη βάσιμος, αυτός που δεν έχει σταθερή βάση, αστήρικτος, αβέβαιος …   Dictionary of Greek

  • αβάσιμος — η, ο επίρρ. α αστήριχτος, ανυπόστατος: Υποστήριζε τις απόψεις του με αβάσιμα επιχειρήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αδέσποτος — Αυτός που δεν έχει ιδιοκτήτη, δεν ανήκει σε κανέναν· αυτός που είναι άγνωστης προέλευσης· ελεύθερος, ανεξάρτητος, αβάσιμος, αστήρικτος, αβέβαιος. αδέσποτα πράγματα. Τα κινητά που δεν ανήκουν κατά κυριότητα σε κανέναν. Αυτά είτε είναι α. από την… …   Dictionary of Greek

  • άπτερος — κ. άφτερος, η, ο (AM ἄπτερος, ον) αυτός που δεν έχει ή δεν έβγαλε ακόμη φτερά, ο απτέρωτος αρχ. (για λόγο) 1. αυτός που δεν έχει λεχθεί, ανείπωτος 2. αυτός που δεν έχει επιβεβαιωθεί, αβέβαιος, αβάσιμος 3. επίθ. της Αθηνάς Νίκης, που εικονιζόταν… …   Dictionary of Greek

  • άρριζος — η, ο (AM ἄρριζος, ον) αυτός που δεν έχει ρίζες νεοελλ. (για φυτά) αυτό που δεν έχει ακόμη αναπτύξει τις ρίζες του αρχ. μσν. ο αβάσιμος, ο αθεμελίωτος μσν. εκείνος που δεν στηρίζεται στη γη, ο αιθέριος, ο ουράνιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + ριζος… …   Dictionary of Greek

  • άφνου — (Μ ἄφνου, Α ἄφνω και ἄφνως) επίρρ. ξαφνικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. άφνω πιθ. < οργανική πτώση ονοματικού θέματος σε r / n (πρβλ. άφαρ), ενώ ο συσχετισμός του με το ρ. άπτω είναι αβάσιμος. Ο τ. άφνως σχηματίστηκε με το επιρρηματικό s κατά τα ούτως,… …   Dictionary of Greek

  • αβασιμότητα — η [αβάσιμος] η έλλειψη βασιμότητας, σταθερής βάσης ή υποστάσεως …   Dictionary of Greek

  • αγένητος — ἀγένητος, ον (Α) [γενητός] 1. αυτός που δεν έχει δημιουργηθεί, που δεν έχει αρχίσει να υπάρχει, που δεν έχει αρχή, αιώνιος 2. (για πράγματα) αυτός που δεν έχει συμβεί 3. αβάσιμος, αστήρικτος 4. ασυντέλεστος, ημιτελής 5. ο αγίνωτος* …   Dictionary of Greek

  • αεροκρέμαστος — και αγεροκρέμαστος, η, ο ο δίχως σταθερή βάση, σαν να κρέμεται από τον αέρα, ασταθής, αβάσιμος («αεροκρέμαστα επιχειρήματα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αέρας + κρεμαστός < κρεμάζω] …   Dictionary of Greek

  • αερόφερτος — και αγερόφερτος, η, ο [αεροφέρνομαι] 1. αυτός που παρασύρεται ή παρασύρθηκε από τον αέρα και φέρεται εδώ κι εκεί, ανάλογα με την κατεύθυνση τού ανέμου 2. (για διαδόσεις, ειδήσεις κ.λπ.) αυτός που διαδίδεται χωρίς να έχει εξακριβωθεί προηγουμένως …   Dictionary of Greek

  • αθεμελίωτος — και ἀθεμέλιωτος, η, ο (Α ἀθεμελίωτος, ον) [θεμελιώνω] ο μη θεμελιωμένος, ο χωρίς θεμέλια νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει γερά θεμελιωθεί, αναπόδειχτος, αστήριχτος, αβάσιμος 2. που δεν έχει οικονομική υποδομή, δεν έχει πόρους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”